- τραλαλά
- επιφ. χαράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραλαλά — Ν 1. επιφώνημα που δηλώνει χαρά 2. φρ. «είναι τραλαλά» (μτφ., κυρίως με επιτιμητική χροιά) (για πρόσ.) είναι σαλεμένος, τά έχει χαμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tralala «επωδή», ονοματοποιημένη λ.] … Dictionary of Greek